- υελογραφία
- η, Νβλ. υαλογραφία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υαλογραφία — και υελογραφία, η, Ν [υαλογράφος] 1. η τέχνη τής συνθέσεως υαλογραφημάτων 2. το υαλογράφημα 3. διακόσμηση γυάλινων και κεραμεικών αντικειμένων με χρώματα … Dictionary of Greek